- ομοφρονώ
- (Α ὁμοφρονῶ, -έω) [ομόφρων]έχω τις ίδιες σκέψεις, τα ίδια φρονήματα και τις ίδιες αρχές, απόψεις ή διαθέσεις με κάποιον άλλο, συμφωνώ, είμαι ομόφρων («οὐκ ἐθελῆσαι ὁμοφρονέειν, ἀλλὰ γνώμῃ διενειχθέντας», Ηρόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ομοφρονώ — έχω τα ίδια φρονήματα με άλλον, τις ίδιες αρχές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁμοφρονῶ — ὁμοφρονέω to be of the same mind pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὁμοφρονέω to be of the same mind pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδελφονοώ — ἀδελφονοῶ ( έω) (Μ) ομοφρονώ, έχω την ίδια γνώμη με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀδελφόνους < ἀδελφὸς + νοῦς] … Dictionary of Greek
συνθυμώ — έω, Α 1. έχω την ίδια άποψη με κάποιον, ομοφρονώ 2. νιώθω τα ίδια συναισθήματα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θυμῶ (< θυμος < θυμός), πρβλ. ἐπι θυμῶ, κατα θυμῶ] … Dictionary of Greek
συνομοφρονώ — έω, Μ συνομονοῶ*, συμφωνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁμοφρονῶ «συμφωνώ»] … Dictionary of Greek
συντίθημι — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυντίθημι και συντιθῶ, έω, Α [τίθημι] νεοελλ. (μόνο το μέσ.) συντίθεμαι σύγκειμαι, αποτελούμαι («το έργο είναι συντεθειμένο από πολλά μέρη») μσν. αρχ. 1. συνενώνω («φύσις πυρὸς... συνετέθη τῇ φύσει τοῡ σιδηροῡ», Λεόντ. Ιερ.) 2.… … Dictionary of Greek